αβαρία

αβαρία
I.
η
Havarie f
II.
η
Seeschaden m

Griechisch-Deutsch-Wörterbuch. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αβαρία — Ζημιά πλοίου, είτε του ίδιου είτε του φορτίου του, στη διάρκεια του πλου του. Με ειδική νομοθεσία ρυθμίζονται όλα τα θέματα τα σχετικά με την α. Για να αποφευχθεί o αθέμιτος πλουτισμός σε βάρος εκείνων που διέτρεξαν τον κίνδυνο και υπέστησαν την… …   Dictionary of Greek

  • αβαρία — η (λ. ιταλ.) 1. πέταγμα μέρους του φορτίου στη θάλασσα εξαιτίας τρικυμίας ή βλάβης του πλοίου: Η τρικυμία ήταν τόσο μεγάλη, που ο πλοίαρχος αναγκάστηκε να κάνει αβαρία. 2. συμβιβαστική υποχώρηση με παραβίαση ορισμένων ηθικών αρχών: Για να πάρει… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αβαριάτος — η, ο 1. αυτός που έχει υποστεί αβαρία, ζημιά 2. (για εμπορεύματα) αυτός που προέρχεται από αβαρία «σιτάρι αβαριάτο» 3. όποιος παρουσιάζει δείγματα ασυνήθιστης φθοράς που δεν οφείλονται σε κανονική χρήση 4. ατημέλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. avariato …   Dictionary of Greek

  • άβροχος — η, ο (Α ἄβροχος, ον) άβρεχτος νεοελλ. (ιδιωμ. έκφρ.) «αβρόχοις ποσίν» χωρίς ζημιά, αβαρία, χωρίς δυσκολία, άκοπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + βρέχω] …   Dictionary of Greek

  • αγωγιάτης — Αυτός που παρέχει το υποζύγιό του ή το τροχοφόρο του για τη μεταφορά ανθρώπων ή αντικειμένων και παίρνει χρήματα για αυτή τη δουλειά. Σήμερα ο όρος α. έχει αντικατασταθεί από τον όρο μεταφορέας, γιατί ανταποκρίνεται στα παλαιά μέσα μεταφοράς που… …   Dictionary of Greek

  • εκρίπτω — ἐκρίπτω (AM) και ἐκριπτῶ ( έω) (Α) μσν. 1. πετώ μπροστά, απλώνω 2. (για ναυαγούς) εκβράζω 3. παθ. εκβράζομαι, φέρομαι από τους ανέμους αρχ. 1. ρίχνω έξω, απορρίπτω 2. (για φορτίο πλοίου) ρίχνω στη θάλασσα, κάνω αβαρία* 3. (για λόγια) εκστομίζω 4 …   Dictionary of Greek

  • ναυσιβλάβεια — η μερική βλάβη τού πλοίου, αβαρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση τού γαλλ. avarie maritime (< δοτ. πληθ. ναυσί τού ναῦς «πλοίο» + βλάβεια < βλαβής < βλάπτω). Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • χύση — η 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του χύνω, το χύσιμο. 2. το πέταγμα στη θάλασσα φορτίου πλοίου, η αβαρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”